ανάποδα

ανάποδα
επίρρ.
1) вверх дном; вверх ногами; задом наперёд; шиворот-навыворот; наизнанку; наоборот;

γυρίζω ανάποδα — выворачивать наизнанку;

2) неудачно; неудачливо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανάποδα" в других словарях:

  • ανάποδα — επίρρ. τροπ. 1. αντίθετα προς το κανονικό, προς ό,τι πρέπει ή συνήθως γίνεται: Τώρα τελευταία όλα μου πηγαίνουν ανάποδα. 2. αλλαγμένα, όχι όπως είναι: Ανάποδα μου τα λες τα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάποδα — επίρρ. βλ. ανάποδος …   Dictionary of Greek

  • αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • αναποδογυρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., γυρίζω κάτι ανάποδα, ανατρέπω: Στο φευγιό του αναποδογύρισε κάμποσες καρέκλες. 2. αμτβ., γυρίζω εγώ ανάποδα: Η βάρκα αναποδογύρισε ξαφνικά, κι όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Miltos Sachtouris — or Miltos Sahtouris (Greek: Μίλτος Σαχτούρης; Athens July 19, 1919 – March 29, 2005 Athens) was a Greek poet. He was a descendant of Giorgos Sachtouris. When he was young he adopted the pen name Miltos Chrysanthis (Μίλτος Χρυσάνθης). Sachtouris… …   Wikipedia

  • Michalis Hatzigiannis — Michalis in a concert in Katerini at 13 July 2005. Background information Also known as Michalis Born …   Wikipedia

  • Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»